ἐρρωμένως

ἐρρωμένως
ἐρρωμένος
in good health
adverbial
ἐρρωμένος
in good health
masc acc pl (doric)
ῥώννυμι
strengthen
perf part mp masc acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ερρωμένος — η, ο (Α ἐρρωμένος, η, ον) 1. υγιής, ρωμαλέος, σθεναρός, σωματώδης 2. εύτολμος, ανδρείος 3. (για ενέργειες, διαθέσεις, γνώμες) ισχυρός, έντονος, δυνατός (α. «ἐρρωμενεστέραις ταῑς γνώμαις», Ξεν. β. «αντέταξαν ερρωμένην αντίστασιν»). επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • τρίστροφος — ον, Α 1. (για κλωστές) στριμμένος τρεις φορές, καλά στριμμένος («λίνον ἐρρωμένως ἐστραμμένον, ὅσον δίστροφον ἢ τρίστροφον», Ορειβ.) 2. (μετρ.) αυτός που αποτελείται από τρεις στροφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + στροφος (< στροφή), πρβλ. μονό… …   Dictionary of Greek

  • υπερερρωμένως — Α επίρρ. ισχυρότατα, με πάρα πολύ μεγάλο σθένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἐρρωμένως «σθεναρά, ρωμαλέα»] …   Dictionary of Greek

  • χορηγώ — χορηγῶ, έω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χοραγώ Α [χορηγός] 1. (στην αρχ. Αθήνα) είμαι χορηγός, καταβάλλω τις δαπάνες για την συγκρότηση δραματικού χορού («Θεμιστοκλῆς... ἐχορήγει», Πλούτ.) 2. καταβάλλω την δαπάνη για κάτι, επιδοτώ, επιχορηγώ, χρηματοδοτώ (α …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”